Ήταν αγάπη από την πρώτη ματιά!  Μόλις πάτησε η Ζωή το πόδι της  στο καταφύγιο, ο Μιστόκλης κόλλησε τη μυτόγκα του επάνω της και κέρδισε τη καρδιά της.  Η Ζωή, δεύτερη γενιά Αμερικάνα, είναι η κοπελιά που ήρθε φέτος με εθελοντές από τις ΗΠΑ για να κάνουν εθελοντικές εργασίες στο ΚΑΖ κι έτσι μετά από 6 ολόκληρα χρόνια βάφτηκαν και φρεσκαρίστηκαν τα κτίρια του καταφυγίου.  Τον Μιστόκλη πολλοί τον κοίταξαν στο καταφύγιο αλλά κανείς δεν τον είδε!  Για όλους ήταν μόνο ένα μεγάλο, μαύρο κι ανασούμπαλο σκυλί.  Μόνο η Ζωή διάβασε στα γλυκά καστανά του μάτια την λαχτάρα να έχει δικιά του οικογένεια και να φύγει από το καταφύγιο.      

Click for more...

Το έχουμε ξαναπεί: “Μην κοιτάς τα στραβά μου πόδια, κοίτα την ίσια μου τύχη”:-)  Η Μπέμπα βρέθηκε έγκυος  δεμένη έξω από το καταφύγιο.  Την στειρώσαμε αλλά δεν ξέραμε πού ζούσε για να την επιστρέψουμε στη γειτονιά της κι έτσι την κρατήσαμε με την ελπίδα να υιοθετηθεί.  Ήταν πολύ γλυκιά και φιλική με όλους, αλλά δυστυχώς δεν έκανε το μοιραίο κλικ σε κανέναν.  Μέχρι που είδε τις φωτογραφίες της η σημερινή της οικογένεια στη Γερμανία.  Έγιναν οι απαραίτητοι έλεγχοι κι η Μπέμπα που την λένε τώρα Κοκό, ταξίδεψε για την αγκαλιά τους.  Τα πρώτα γράμματα της οικογένειάς της είναι γεμάτα απορία, γιατί αυτό το εκπληκτικό σκυλί δεν βρήκε οικογένεια στην Ελλάδα.  Τώρα εμείς τί να τους πούμε και πώς να δικαιολογήσουμε τους συμπατριώτες μας;;;

Έτσι θα είναι η ζωή του Αγάπιου από το Σάββατο που μας πέρασε.  Ο Αγάπιος είναι ο σκύλος που άφησε ο άνθρωπός του στο καταφύγιο, διαφορετικά θα τον πυροβολούσε.  Δεν ήταν, λέει, καλός στο κυνήγι.  Εμ πώς να είναι αφού πλάστηκε αγαπησιάρης προς όλα τα πλάσματα.  Στο καινούριο του σπίτι ο Αγάπιος δεν σταματά να αναρωτιέται τί έκανε και αξίζει τέτοια ευτυχία.  Δεν ξέρει ότι  βρέθηκαν άνθρωποι που εκτίμησαν τον εξαιρετικό του χαρακτήρα και τη χρυσή του καρδιά.

Η Κλάουντια, η μαμά της Μερσέντες μας, ανησυχούσε που ο καιρός περνούσε και κανείς δεν υιοθετούσε την Κλεωνίκη, το τσοπανόσκυλο με το μαύρο κεφαλάκι.  Στο τέλος δεν άντεξε και μας ζήτησε πιεστικά να την φιλοξενήσει στο σπίτι της μέχρι να της βρει την κατάλληλη οικογένεια.  Κι η Κλάουντια ακολούθησε την τακτική που είχε ακολουθήσει και με την Μερσέντες της.  Ταξίδεψε μέσα στη νύχτα 4 ώρες για να είναι εκεί μόλις βγει η Κλεωνίκη από το κλουβί μεταφοράς της.  Και πήρε αμέσως την τσοπάνα αγκαλιά, αυτή η μικροκαμωμένη γυναίκα, όπως είχε κάνει και με την Μερσέντες της…

Ο Κίμων ήταν ένας στο εκατομύριο.  Είχε κατσαρά μουστάκια και σου έπαιρνε τ’ αυτιά από τα γαυγίσματα όταν ήθελε να τραβήξει τη προσοχή σου.  Τα κατσαρά μουστάκια παρέμειναν, αλλά το γαύγισμα κόπηκε με τόση προσοχή και αγάπη που έχει από τις μαμάδες του.